σκοτίδι

σκοτίδι
το
σκοτάδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκοτίδι — και σκοτείδι, το, Ν 1. σκότος, σκοτάδι («μαθαίνει τσι να πολεμού τη νύχτα στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. αφάνεια, μυστικότητα («να φανερώση το κουρφό απού ναι στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος, εος + υποκορ. κατάλ. (ε)ίδι(ον), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • σκοτείδι — το, Ν βλ. σκοτίδι …   Dictionary of Greek

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”